- θυνναίος
- θυνναῑος, -αία, -ον (Α) [θύννος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόν(ν)ο, θύννειος*2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυνναῑονη προσφορά στον Ποσειδώνα τού πρώτου τόν(ν)ου που αλιεύθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek